συμπαρέλαβε

συμπαρέλαβε
συμπαραλαμβάνω
take along with
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπαραλαμβάνω — Α [παραλαμβάνω] 1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό 2. λαμβάνω υπ όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω 3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”